13/12/12

Αφιέρωμα: Chuck Schuldiner 11 χρόνια από τον θανατό του.

Γεννήθηκε στις 13/5/1967 και πέθανε στις 13/12/2001 από καρκίνο. Χαρακτηρίζεται ως ο πατέρας της Death metal, Ο Chuck Schuldiner, ένας από τους μεγαλύτερους κιθαρίστες/δημιουργούς/συνθέτες/ερμηνευτές στην ιστορία της metal μουσικής, εμπνευσμένος ο ίδιος αλλά και πηγή έμπνευσης για όλους ανεξαιρέτως τους μουσικούς της metal σκηνής από τα μέσα του '90 και μετά. Ένας άνθρωπος που έζησε σεμνά, χωρίς ποτέ του να παραδεχτεί τους διθυραμβικούς τίτλους που εδέησαν να του δώσουν στην δύση της ζωής του, δηλώνοντας απλά ότι παίζει την μουσική που του αρέσει, χωρίς ταμπέλες, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς φανφαρονισμούς. Μια μουσική ιδιοφυία, ένα ταλέντο ελαφρώς παραγνωρισμένο στην εποχή του, αλλά που τώρα θεωρείται παγκοσμίως ο πατέρας της σύγχρονης extreme metal σκηνής, βάζοντας όχι μόνο τα θεμέλια της technical death metal μουσικής, αλλά ταυτόχρονα φέρνοντας πνοή ανανέωσης πολλών άλλων genres, όπως του progressive metal, του power metal και του τεχνικού metal - fusion.

-Ο Chuck κατατάσσεται No.10 στο βιβλίο του Joel McIver's "Οι 100 Μεγαλύτεροι Metal Κιθαρίστες" ("The 100 Greatest Metal Guitarists") που κυκλοφόρησε το 2009 και No.20 τον Μάρτιο του 2004 στο περιοδικό Guitar World σε αντίστοιχη κατηγορία "The 100 Greatest Metal Guitarists"-

Ένας άνθρωπος, που αν και παραγωγικότατος καθ'όλη την καριέρα του, δεν πρόλαβε ποτέ να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου του. Πέθανε νεότατος, σε ηλικία μόλις 34 ετών, στις 13 Δεκεμβρίου του 2001. Ένας θάνατος που δεν προήλθε από ναρκωτικά, καταχρήσεις ή κάποιο βίαιο επεισόδιο. Ο Chuck ήταν άλλωστε γνωστός ακτιβιστής, φιλόζωος, πολιτικά προοδευτικός και κατά της εξάπλωσης των σκληρών ναρκωτικών και των παραισθησιογόνων ουσιών. Ο θάνατός του οφειλόταν στον καρκίνο, με τον οποίο πάλευε από τα μέσα του 1999 και για δύο περίπου χρόνια, μέχρι την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα μιας κρύας μέρας του Δεκέμβρη.

Ο Chuck Schuldiner λοιπόν γεννήθηκε στις 13 Μαΐου του 1967, και πέθανε 34 χρόνια μετά το 2001 στις 13 Δεκέμβρη. Στην ηλικία των 9 χρονών χάνει τον αδερφό του και ο πόνος του μεγάλος, αμφιβάλω αν το ξέχασε ποτέ και δεν αποκλείω το γεγονός το όνομα Death να δόθηκε στην πάντα μετά από προσωπικές του σκέψεις. Προκειμένου λοιπόν να συνέλθει οι γονείς του φροντίζουν να του αγοράσουν μία κιθάρα, ώστε η μελωδία της μουσικής να του απαλύνει τον πόνο και ούτως έγινε. Ο Chuck συνήλθε βρήκε και έναν δάσκαλο, τον οποίο μετά από δυο μαθήματα του είπε ότι δεν τον χρειαζόταν και έτσι ξεκινάει τα πάντα μόνος με μόνη σύντροφο τη κιθάρα και μια αρχέγονη αγάπη του για τη μουσική. Χωρίς να χάνει χρόνο λοιπόν φροντίζει να διεισδύσει στα άδυτα του rock και metal και αφού εξέφρασε την αγάπη του για τους Kiss, Iron Maiden, Van Halen, Mercyful Fate & Watchtower δεν αργεί η μέρα που φτιάχνει την πρώτη του μπάντα ονόματι Mantas, η οποία όμως έχοντας μόνο demos στο ενεργητικό της δεν κράτησε για πολύ και αφού δεν έκανε και τίποτα στους Slaughter το 1985 φτιάχνει τους Death και τότε ποιος να φανταζόταν αυτό που θα γινόταν μερικά χρόνια αργότερα, ούτε ο ίδιος να το ‘χε κατά νου.


Από τα τέλη του 1983, όταν ο Chuck μαζί με τον κιθαρίστα Rick Rozz και τον drummer/τραγουδιστή Kam Lee φόρμαραν τους MANTAS, παίζοντας αφελές ακραίο metal τύπου VENOM και SLAYER μέχρι και την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ των CONTROL DENIED, o Chuck αποτέλεσε άψογο δείγμα metal ηθικής και προσωπικά αποτελεί τον απόλυτο εκφραστή της metal. Η μουσική ήταν η ζωή του και εκφραζόταν 100% από αυτήν. Όταν ο Chuck μεγάλωνε και ωρίμαζε, την ίδια εξέλιξη συναντούσαμε στην μουσική ακόμη και στο λογότυπο των DEATH. Και στιχουργικά ακόμα ο Chuck έδειξε από πολύ νωρίς ότι η horror/gore θεματολογία δεν τον εξέφραζε πλέον. Από το “Revengeful corpses out to kill/ smell the stench, your guts will spill” του “Zombie ritual” (“Scream bloody gore”) μέχρι το “Being born addicted to cocaine” στίχο του “Living monstrosity” (“Spiritual healing”) ο Chuck έδειχνε ότι δεν επρόκειτο να ακολουθήσει τα όποια cliché και στερεότυπα είχαν θέσει οπαδοί και μουσικοί του ακραίου χώρου και πάντα αποτελούσε καθοδηγητής του εαυτού του. Από πολύ μικρή ηλικία είχε αποδείξει ότι θα έκανε τα πάντα για να πετύχει αυτό που ήθελε.


 Όταν έκλεισε τα 18, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μετακομίσει στο San Francisco, εκμεταλλευόμενος την αναγνώριση και τις ευκαιρίες που μπορούσαν να του δοθούν στην ευρύτερη περιοχή του Bay Area αλλά δυστυχώς κι εκεί, αν και συνεργάστηκε για λίγο με τον πρώην drummer των D.R.I., Eric Brecht , ο Chuck δε βρήκε αυτό που ζητούσε και γύρισε πίσω στη Florida. Η επιθυμία του να αποτελέσει μέλος μία ολοκληρωμένης μπάντας, ήταν ο λόγος που δέχτηκε την πρόταση των Καναδών SLAUGHTER και γι’ αυτό ταξίδεψε μέχρι το Toronto για να ηχογραφήσει μαζί του το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Strappado”. Αρκετά γρήγορα όμως, δύο εβδομάδες μετά για την ακρίβεια, ο Chuck συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να μπει στην διαδικασία να παίζει υλικό άλλου κι έτσι μετανιώνοντας για την απόφασή του να αφήσει τους DEATH, γυρνάει πίσω στη Florida κι από κει κατευθείαν ξανά πίσω στο San Francisco. Εκεί συνάντησε τον Chris Reifert και μαζί μπήκαν στο studio και ηχογράφησαν το demo “Mutilation” το οποίο άκουσε η Combat και τους πρόσφερε το πολυπόθητο συμβόλαιο.


Το 1987 λοιπόν βλέπει το φως της κυκλοφορίας το ντεμπούτο τους υπό τον τίτλο “Scream Bloody Gore” και ο Chuck έκανε πάρτι όχι γιατί κυκλοφόρησαν απλά ένα δίσκο, αλλά επειδή κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο που για εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο θέμα να καταφέρει μία μπάντα να κυκλοφορήσει τον πρώτο της δίσκο. Ακατέργαστη παραγωγή που τρελαίνει τον κάθε ένα όμως στο άκουσμα του και στο  line – up του δίσκου ήταν ο ίδιος στα φωνητικά, κιθάρες, μπάσο και ο Chris Reifert στα drums. Τον επόμενο χρόνο όμως στον νέο δίσκο και ακόμα πιο εξελιγμένο “Leprosy” τα πάντα σχεδόν αλλάζουν, ο ήχος είναι ακόμα πιο death metal νέοι μουσικοί τον πλαισιώνουν και ο Chris αποχωρεί.


Ξαφνικά το death metal γίνεται πιο μεγάλο και τρανό χάρις σε αυτόν τον μουσικό και την ευφυΐα του, νιώθει τη θηλιά να του σφίγγει το λαιμό και εκείνος χαίρεται, χαμογελάει, παραμένει χαμηλών τόνων άνθρωπος και παραμένει συγκεντρωμένος στην αγάπη, του, στο όνειρο του, στο όραμα του για μουσική. Συνεχίζουν και τον πλαισιώνουν μουσικοί που ο καθένας τους έχει αυτό που ψάχνει ο Chuck για να πάει παραπέρα, να φύγει και να απομακρυνθεί από τις μόδες και τις επιταγές της μουσικής βιομηχανίας και κάπως έτσι γεννιέται και το “Spiritual Healing”, στο οποίο φανερώνονται δύο νέα πράγματα, τα πρώτα progressive στοιχεία μέσα στο death και οι πολύ σοβαροί και κοινωνικοί στίχοι που γράφει ο Chuck, οι οποίοι πλέον αν χαρακτηριστούν ως προφητικοί για κάθε κατάντια που έχει λάβει μέρος τα τελευταία χρόνια δεν θα αναρωτιόμουν καθόλου πως έγινε αυτό. Για ακόμα μια φορά μέσα σε δύο χρόνια βγάζει δύο δίσκους, μετά τον προαναφερθέντα το 1991 κυκλοφορεί το “Human” όπου ξανά με νέους μουσικούς να τον ακολουθούν μπαίνει σε ακόμα πιο τεχνικά μονοπάτια, αλλά η επιθετικότητα παραμένει.



Οι στίχοι του ανθρώπινοι, ψυχολογικοί ότι ακριβώς προσδιορίζει τη μουσική του ανθρώπου αυτού death + progressive = ψυχολογία, αλλά ανθρώπινη και νοητή όχι περίτεχνη και πράσινα, κόκκινα και κίτρινα φωτάκια για επίδειξη και επιφανειακή λάμψη, αλλά για εσωτερική ανακάλυψη καλύτερα. Στην περίπτωση του “Human” ο Chuck ήξερε ποιους έπαιρνε μαζί του, ήξερε ποιοι ήταν ικανοί να προσφέρουν αυτό που έχουν μέσα τους για να γίνει ένας τέτοιος δίσκος, ειδικά με τους κυρίους Paul Masvidal & Sean Reinert, οι οποίοι μεγαλουργούν προοδευτικά στους Cynic. Εκεί λοιπόν που αρκετοί θα αναρωτιούνταν μετά από ένα τέτοιο δίσκο τι άλλο μπορούμε να κυκλοφορήσουμε, ο Chuck συνεχίζει να προχωράει, συνεχίζει να κάνει μεγαλύτερα βήματα από εκεί που ήταν πριν, εκεί που αρκετοί ήταν στα ίδια, ο Chuck ήταν, ας μου επιτραπεί η έκφραση 4 έτη φωτός μπροστά. Το 1993 δημιουργεί το “Individual Thought Patterns”, κατά πολλούς ο πιο τεχνικός δίσκος και δεν θέλω να διαφωνήσω, διότι συμφωνώ απόλυτα και το ακόμα καλύτερο σε αυτό το δίσκο είναι η συμμετοχή του Andy LaRoque κιθαρίστα του Διαμαντένιου Βασιλιά, ο οποίος μέσα στην κάπνα και δεμένη ατμόσφαιρα του τεχνικού παιξίματος του Chuck, εκείνος έδινε μία άλλη, γλυκιά και συνάμα σκληρή δόση μελωδίας. Αυτό ακριβώς ήθελε ο Chuck για τον συγκεκριμένο δίσκο και εκεί που εκ πρώτης όψεως και άνευ ακροάσεως αυτή η συνεργασία φαίνεται και ακούγεται θεωρητικά περίεργη, στο τέλος χαμογελάνε και τα αυτιά σου!
Τα χρόνια περνάνε και τα line – up των Death συνεχίζουν να αλλάζουν, αφού για κάθε δίσκο ο Chuck ήθελε και συγκεκριμένη μεταχείριση και συγκεκριμένα χέρια και μυαλά και το 1995 παρέδωσε το “Symbolic” όπου ο τίτλος του νομίζω ότι τα λέει όλα, αυτός και αν είναι προφητικός δίσκος, εκεί και αν ο Chuck μεγαλούργησε στιχουργικά κάθε στροφή και μεγάλη αλήθεια, κάθε στίχος και μεγάλη πραγματικότητα στη σημερινή κοινωνία, ίσως όμως να ήταν και δικά του λόγια και ανεξήγητα για εκείνη την εποχή που ήθελε να δηλώσει πως έβλεπε εκείνος την δική του κοινωνία, αυτήν που ζούσε τότε, ναι ανεξήγητα λόγια όπως ανεξήγητα και περίτεχνα ήταν τα εξώφυλλα των δίσκων του.

 Την ίδια περίοδο ο Chuck δηλώνει την επιθυμία του να κάνει ένα project που θα κινείται σε πιο παραδοσιακές metal φόρμες και ανακοινώνει τους CONTROL DENIED χωρίς να έχει αποκτήσει κάποιο σταθερό line-up ενώ είχε ηχογραφήσει και κάποια demo. Μία από τις πρώτες επιλογές στην θέση του τραγουδιστή ήταν ο Warrel Dane των NEVERMORE, με τους οποίους είχε μόλις περιοδεύσει μαζί ενώ είχαν ακουστεί φήμες και για τον Harry 'The Tyrant' Conklin των JAG PANZER. Όταν οριστικοποίησε το line-up των CONTROL DENIED, με τους Shannon Hamm (σ.σ. κιθάρα), Scott Clendenin (σ.σ. μπάσο) και τον Richard Christy (σ.σ. drums), με τον Chuck να αναλαμβάνει προσωρινά τα φωνητικά, έρχεται σε επαφή με την Nuclear Blast στα τέλη του 1997 και αυτή τους ζητάει να κυκλοφορήσουν στην αρχή ένα άλμπουμ ως DEATH και να ακολουθήσει αργότερα το άλμπουμ των CONTROL DENIED. Με αυτή τη σύνθεση ο Chuck ηχογραφεί το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν ποτέ οι DEATH, με τον τίτλο “The sound of perseverance” (σ.σ. 1998). Ηχητικά απομακρύνεται αρκετά από το “Symbolic” και φλερτάρει ακόμη περισσότερο με το progressive metal. Όπως έλεγε εκείνος δεν έχει σημασία αν είσαι powerάς ή blackάς, ή ακούς metal ή όχι, οι ταμπέλες έχουν μικρή σημασία. Ο δίσκος αυτός είχε τα πάντα μέσα, αλλά και μία διασκευή στο “Painkiller” έτσι όπως μόνο ο Chuck θα μπορούσε να το διασκευάσει και έτσι όπως μόνο οι Death θα μπορούσαν να το παίξουν. Την επόμενη χρονιά όμως ξεκινάει η μάχη…Τότε ήταν που οι DEATH επισκέφθηκαν για πρώτη φορά την χώρα μας, για δύο συναυλίες, στις 26-27 Σεπτεμβρίου. Μία συναυλία που ο κόσμος τίμησε στο έπακρο και γέμισε ασφυκτικά τους χώρους που εμφανίστηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με τους DEATH να δίνουν βάση κατά κύριο λόγο στην τελευταία τους δουλειά, παίζοντας επίσης αρκετά τραγούδια από το “Symbolic” αλλά εντύπωση προκάλεσε η παντελής απουσία τραγουδιών από το “Spiritual healing”.

Η επόμενη χρονιά έφερε στο φως το πρώτο άλμπουμ των CONTROL DENIED με τον τίτλο “The fragile art of existence” το οποίο ηχητικά κινείται ακριβώς στο ύφος του “The sound of perseverance”, με φωνητικά power metal τύπου από τον Tim Aymar (ex-PSYCHO SCREAM/ PHARAOH) και τις φοβερές μπασογραμμές του Steve DiGiorgio. 

Δυστυχώς όμως το μεγαλύτερο χτύπημα για τον Chuck Schuldiner, την οικογένειά του και για όλη την metal κοινότητα, ήρθε τον Μάϊο του 1999. Ένιωσε κάποιους πόνους στον αυχένα του και αρχικά πίστεψε ότι είναι ένα απλό πιάσιμο. Αφού επισκεύθηκε αρχικά κάποιους χειροπρακτικούς και θεραπευτές και οι πόνοι δεν πέρασαν, του πρότειναν να κάνει μια μαγνητική τομογραφία. Ήτανε 13 Μαϊου του 1999 την ημέρα των γεννεθλίων του διαγνώσθηκε όγκος στον εγκέφαλο και αμέσως υποβλήθηκε σε θεραπία με ακτινοβολία. Τον Οκτώβριο του 1999 η οικογένεια του Chuck ανακοίνωσε ότι ο ογκός καταπολεμήθηκε και πως ο Chuck ανάρρωνε. Τον Ιανουάριο του 2000 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί ότι είχε απομείνει από τον όγκο με επιτυχία. Παρ' όλα αυτά η οικογένεια του Chuck πάσχιζε οικονομικά. Τα συνολικά κόστη των επεμβάσεων φτάσανε τις $70,000, ποσό δυσβάσταχτο για την οικογένεια Schuldiner. Έτσι λοιπόν έγιναν πολλές ενέργιες για την συγκέντρωση του ποσού, συναυλίες, δημοπρασίες κτλ. και το ποσό συγκεντρώθηκε μιας και όλη η Metal κοινότητα είχε σοκαριστεί από τα νέα ότι ο η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Chuck παράλληλα με τις θεραπείες και τα χειρουργεία δουλεύει πάνω σε νέο υλικό για την δεύτερη δουλειά των CONTROL DENIED. 

Τον Ιανουάριο του 2001, ο Mahyar Dean, μουσικός από το Ιράν, έγραψε το βιβλίο "Death", ένα βιβλίο για τους Death και τον Schuldiner, το οποίο κυκλοφόρησε στο Ιράν. Το βιβλίο περιλαμβάνει μεταφράσεις στίχων και πολλά άρθρα για την μπάντα. Το βιβλίο στάλθηκε στον Chuck από τους ιδιοκτήτες του www.emptywords.org, οποίος εξέφρασε ότι έμεινε έκπληκτος και ήτανε μεγάλη τιμή για τον ίδιο η εκπληκτική δουλειά και ευλάβεια που αφιέρωσε ο Mahyar Dean για να φτιάξει το συγκεκριμένο βιβλίο-αφιέρωμα. Ο Mahyar Dean αργότερα δημιούργησε τους Angband.





Περίπου 2 χρόνια από την αρχική διάγνωση, τον Μάϊο του 2001 ο καρκίνος επιστρέφει. Αρχικά αρνήθηκε να υποβληθεί σε χειρουργίο λόγω έλλειψης χρημάτων. Ένα δημοσιευμα καλούσε άπαντες να βοηθήσουν. Πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Kid Rock, οι Korn και οι Red Hot Chili Peppers βγάλανε σε δημοπρασία προσωπικά αντικείμενα για τα έξοδα, μια προσπάθεια που προωθήθηκε και από το MTV. O Chuck υποβλήθηκε σε χημειοθεραπίες και όπως γίνετε στις περιπτώσεις αυτές οι παρενέργειες τον κατέβαλαν σωματικά και τον αποδυνάμωσαν. Στα τέλη Οκτωβρίου-αρχές Νοεμβρίου έπαθε πνευμονία. ο Chuck πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου 2001 περίπου στις 4 το απόγευμα.


Διαβάστε εδώ ένα από τα κορυφαία άρθρα για τον Chuck από το Rockhard.gr πολλές λεπτομέριες καθώς και τι έχουνε δηλώσει άλλοι μουσικοί για τον Chuck. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Guitar